στουπέτσι

στουπέτσι
το свинцовые белила

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στουπέτσι" в других словарях:

  • στουπέτσι — το (λ. τουρκ.), ανθρακικός μόλυβδος: Έβαψε τα άσπρα παπούτσια του με στουπέτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στουπέτσι — το, Ν ανθρακικός μόλυβδος που χρησιμοποιείται για την παρασκευή λευκών χρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ustubec] …   Dictionary of Greek

  • λευκό μολύβδου — Λευκή χρωστική ουσία (πήγμα), με βάση τον ανθρακικό μόλυβδο. Είναι γνωστό και με την κοινή ονομασία στουπέτσι. Χρησιμοποιήθηκε από το απώτατο παρελθόν για τις εξαιρετικές χρωστικές του ιδιότητες, κυρίως σε πρόσμειξη με λινέλαιο. Σήμερα όμως η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»